Αμμόχωστος. Η ιστορία μας.
Η Αμμόχωστος βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Κύπρου, στον κόλπο που φέρει και το όνομά της. Η αρχαία Αμμόχωστος έφερε το όνομα Σαλαμίνα. Αργότερα μετονομάστηκε σε Αρσινόη και Κωνστάντια. Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της εκδιώχθηκαν το 1974 από τον τουρκικό στρατό και σήμερα διαμένουν στις πόλεις και τα χωριά της ελεύθερης Κύπρου.
Αναφέρεται με το όνομα αυτό (Αμμόχωστος) που σημαίνει κυριολεκτικά την πόλη τη χωμένη στην άμμο, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Και πράγματι, η Αμμόχωστος υπήρξε παγκόσμια γνωστό τουριστικό θέρετρο, μεταξύ του 1960 και 1974, λόγω της χρυσής αμμώδους παραλίας της. Η Αμμόχωστος (Famagusta η φράγκικη ονομασία της) είναι και η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Κύπρου που το 1974 αριθμούσε πέραν των 40,000 κατοίκων.
Εδώ και πέραν των τεσσάρων δεκαετιών η Αμμόχωστος είναι η ανοικτή πληγή που θυμίζει την εγκληματική πολιτική της Τουρκίας και την προδοτική πολιτική της Χούντας των συνταγματαρχών απέναντι στους αδερφούς Κυπρίους.
Η ανοικτή πληγή που θυμίζει την αδυναμία της διεθνούς κοινότητας να επιβάλει το δίκαιο ή, καλύτερα, την επιλεκτική μνήμη της διεθνούς κοινότητας όσον αφορά τις προσπάθειες που πρέπει να αναληφθούν για να ικανοποιηθεί το δίκαιο ενός λαού που βρίσκεται υπό διωγμό, με τα πάτρια εδάφη του υπό την κατοχή του τουρκικού στρατού.
Η Αμμόχωστος έχει χαρακτηριστεί πόλη-φάντασμα, αφού από τις 14 Αυγούστου του 1974 οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοί της έχουν εκδιωχθεί, και από τότε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης παραμένει κλειστό και ερημωμένο, με τον κατοχικό στρατό να μην επιτρέπει την επιστροφή των νόμιμων κατοίκων του, παρά τα σχετικά ψηφίσματα και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.
Η δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η άλλοτε κραταιά πόλη της Αμμοχώστου περιγράφηκε με ιδιαίτερη παραστατικότητα και με μελανά χρώματα στην έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου του 2008: «Από το φράκτη που αποτρέπει τους πεζούς να έχουν πρόσβαση στο Βαρώσι, τα παραλιακά ξενοδοχεία, τα διαμερίσματα και τα εστιατόρια δεν είναι τίποτε περισσότερο από σαθρούς σκελετούς από μπετόν – τεράστιες αστικές ταφόπλακες που στέκονται αποφασιστικά ενάντια στο πέρασμα του χρόνου».
Tο 37% των εδαφών της Κύπρου, που κατά το 1974 αντιπροσώπευε το 70% της οικονομικής ζωής του νησιού, παραμένει υπό κατοχή από την Τουρκία, η οποία αρνείται να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου, κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ και πέραν των 40 ετών, αν και έχουν εκδοθεί πλείστα ψηφίσματα από τα Ηνωμένα Έθνη που απαιτούν τον σεβασμό της ανεξαρτησίας, της ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, που απαιτούν την επιστροφή των προσφύγων και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, η Τουρκία τα αγνοεί συστηματικά και προκλητικά.
Η πόλη της Αμμοχώστου πριν από την τουρκική εισβολή αριθμούσε περίπου 40,000 κατοίκους και ήταν η τρίτη μεγαλύτερη πόλη του νησιού. Μέχρι την αποφράδα ημέρα της 14ης Αυγούστου του 1974, το λιμάνι της Αμμοχώστου ήταν το κύριο λιμάνι της Κύπρου και ο τουρισμός ο τομέας στον οποίο η πόλη ξεχώριζε. Είναι ενδεικτικό ότι από τα περίπου 100 ξενοδοχεία που λειτουργούσαν τότε σε ολόκληρο το νησί, τα 45 ήταν στην Αμμόχωστο.
Η τουριστική και γενικότερα η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της πόλης είχαν ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί η Αμμόχωστος και στη σημαντικότερη πόλη όσον αφορά την πολιτιστική ανάπτυξη, αφού αποτελούσε τον κεντρικό πολιτιστικό πόλο του νησιού, με πλείστα φεστιβάλ και εκδηλώσεις.
Η Αμμόχωστος μπήκε στο στόχαστρο των Τούρκων κατά τη δεύτερη φάση της εισβολής. Η πρώτη φάση σημειώθηκε στις 20 Ιουλίου 1974, όταν περισσότεροι από 40,000 Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας και του ναυτικού, εισέβαλαν στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων ολοκληρώθηκε σχεδόν ένα μήνα μετά, στις 14 Αυγούστου 1974, με την εισβολή στην Αμμόχωστο. Μέσα σε δύο μόνο ημέρες, οι Τούρκοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας της Μεσαορίας, την Αμμόχωστο, την Καρπασία και το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Μόρφου. Η επέλαση των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 4,000 νεκρούς και 1,619 αγνοουμένους ενώ περισσότεροι από 200,000 κάτοικοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.
Οι Τούρκοι κατέκτησαν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας και το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων. Η Αμμόχωστος, μετά την κατάληψή της από τα τουρκικά στρατεύματα, λεηλατήθηκε, σφραγίστηκε και μέχρι σήμερα η πρόσβαση είναι απαγορευμένη. Τον χαρακτηρισμό «πόλη-φάντασμα» έδωσε ο Σουηδός δημοσιογράφος Jan-Olof Bengston, ο οποίος επισκέφθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου και, αγναντεύοντας τη σφραγισμένη πόλη, έγραψε: «Ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος γέμισε ρωγμές και στα πεζοδρόμια βλάστησαν θάμνοι. Σήμερα –Σεπτέμβριος 1977–, τα τραπεζάκια όπου σερβίρεται το πρόγευμα είναι εκεί, η μπουγάδα απλωμένη στα σχοινιά και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες αναμμένοι. Το Βαρώσι είναι μια πόλη-φάντασμα».
Από τότε, το αίτημα για την επιστροφή της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της παραμένει ένα από τα κεντρικά ζητήματα της Κύπρου. Ένα θέμα που προκλητικά αγνοούν οι Τούρκοι, παρά τις αποφάσεις του ΟΗΕ, με αποτέλεσμα, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Δήμος Αμμοχώστου «η πόλη άδεια, οι δρόμοι γεμάτοι με αγριόχορτα, θάμνους και δέντρα, ετοιμόρροπα σπίτια να χάσκουν παντού, αρουραίοι, φίδια και αρπακτικά να κατοικούν στα ερειπωμένα σπίτια».
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε δύο πολύ σημαντικά ψηφίσματά του για το Κυπριακό, περιέλαβε ρητές πρόνοιες για το ζήτημα της πόλης της Αμμοχώστου, ψηφίσματα που η Τουρκία έχει γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της.
Το πρώτο ψήφισμα, το 550, εκδόθηκε το 1984 και καταδικάζει ως απαράδεκτες τις απόπειρες εποικισμού οποιουδήποτε τμήματος των Βαρωσίων από άτομα διαφορετικά από τους νομίμους κατοίκους του και ζητεί τη μεταβίβαση της περίκλειστης περιοχής στη διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Το δεύτερο ψήφισμα, το 789, εκδόθηκε το 1992 και προτείνει ως Μέτρο Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης να τεθούν τα Βαρώσια υπό τον έλεγχο της Ειρηνευτικής Δύναμης, με στόχο την εφαρμογή του ψηφίσματος 550 του 1984.
Δύο χρόνια μετά την έκδοση του δεύτερου ψηφίσματος, ο τότε γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι απέδωσε ξεκάθαρα ευθύνες στην Τουρκία για τη μη εφαρμογή του ψηφίσματος 789, επισημαίνοντας ότι η μη πρόοδος στο θέμα αποδίδεται ρητά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης από την τουρκοκυπριακή πλευρά.
Και τα δύο αυτά σημαντικότατα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας αποσυνδέουν ουσιαστικά το ζήτημα της πόλης της Αμμοχώστου από την επίλυση του Κυπριακού και δίνουν προτεραιότητα στην επιστροφή της πόλης στους νόμιμους κατοίκους της κάτω από τη Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει επίσης το έντονο ενδιαφέρον του για την Αμμόχωστο και έχει υπογραμμίσει σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη η Τουρκία να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η πρώτη προσέγγιση στο θέμα έγινε με την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών το 2008, στην οποία προτρέπει για την εφαρμογή του Ψηφίσματος 550 του ΟΗΕ χωρίς καθυστέρηση και ζητεί από την Τουρκία να αποσύρει τις κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις της από την Κυπριακή Δημοκρατία, που αποτελεί επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεκινώντας με την επιστροφή του περιφραγμένου τμήματος της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της.
Τον Φεβρουάριο του 2012, εκδόθηκε ψήφισμα το οποίο καταδεικνύει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συμπαράσταση στο ζήτημα της Αμμοχώστου ως ένα ζήτημα προτεραιότητας το οποίο θα διευκόλυνε τις προσπάθειες για μια συνολική επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Τον Μάρτιο του 2012 στο ψήφισμα για την Έκθεση Προόδου για την Τουρκία, καλείται επίσης η κατοχική δύναμη να μεταφέρει τον έλεγχο της Αμμοχώστου στα Ηνωμένα Έθνη.
Το σωζόμενο σήμερα φρούριο της Αμμοχώστου είναι γνωστότερο με την ονομασία «πύργος του Οθέλλου». Σώζονται επίσης σε καλή κατάσταση, τα ισχυρότατα μεσαιωνικά τείχη της πόλης, και εντός αυτών τα ερείπια και πολλών άλλων μνημείων, περιλαμβανομένων πολλών σημαντικών εκκλησιών. Υποστηρίχτηκε ότι η Αμμόχωστος είχε συνολικά 365 εκκλησίες και μοναστήρια, όσες και οι ημέρες του χρόνου, προφανώς όμως ο αριθμός είναι υπερβολικός.
Από τα αρχιτεκτονικά κτίρια που σώζονται μέχρι σήμερα θα πρέπει να αναφερθεί ο καθεδρικός γοτθικός ναός του Αγίου Νικολάου, κτίσμα του 16ου αιώνα που σήμερα έχει μετατραπεί σε τζαμί (Τέμενος Λαλά Μουσταφά Πασά). Υπάρχουν ακόμη και τα ερείπια από 300 και πάνω εκκλησίες.
Πολύ κοντά στην πόλη είναι το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου, στο χώρο όπου βρίσκεται και ο τάφος του. Στην ίδια περιοχή βρίσκεται ο εκτενής αρχαιολογικός χώρος της Έγκωμης, μεγάλης πόλης των προϊστορικών χρόνων. Πολύ κοντά βρίσκεται και άλλος εκτενής και σημαντικός αρχαιολογικός χώρος, εκείνος της αρχαίας πόλης της Σαλαμίνας.
Η πόλη της Αμμοχώστου είχε και έχει πλούσια αθλητική δράση. Στην πόλη υπήρχε ο Γυμναστικός Σύλλογος Ευαγόρας (ΓΣΕ), δύο μεγάλα σωματεία τα οποία δραστηριοποιούνται με επιτυχία ακόμα και σήμερα (η Ανόρθωση και η Νέα Σαλαμίνα), ο Ναυτικός Όμιλος Αμμοχώστου, ο Όμιλος Αντισφαίρισης Αμμοχώστου κ.ά.
Μετά την παράνομη τουρκική εισβολή του 1974 και την de facto κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία, 9 από τους 39 συνολικά Δήμους της Κύπρου, έπαψαν να ασκούν τις συνηθισμένες δημοτικές εξουσίες και αρμοδιότητες. Ωστόσο, διατηρούν τη νομική τους υπόσταση στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου διατηρούν και λειτουργούν προσωρινά τα γραφεία τους. Ένας από αυτούς και ο Δήμος Αμμοχώστου που είναι εγκατεστημένος στην Λεμεσό.