ΑΛΑΣΙΑ
Αρχικά θεωρήθηκε ότι «Αλασία» ή «Αλάσια» ήταν προϊστορική ονομασία της Κύπρου. Ευρήματα από αρχαιολογικές έρευνες κάνουν αποδεκτό ότι η Αλάσια είναι η Kύπρος. Στις πινακίδες της σφηνοειδούς γραφής του 18ου και 17ου αιώνα π.X. από το Mάρι της Mεσοποταμίας γίνεται αναφορά σε ένα νησί με το όνομα Aλάσια σε σχέση με την παραγωγή και εξαγωγή του χαλκού.
Μετά όμως από ανασκαφές στην Έγκωμη από τη γαλλική αρχαιολογική αποστολή (1946 - 1950) και από την αρχαιολογική υπηρεσία της Κύπρου αποδείχθηκε ότι η Αλάσια ήταν μεγάλη, πλούσια και ισχυρή πόλη, στη θέση του σημερινού χωριού της Αμμοχώστου, Έγκωμη.
Η πόλη αυτή γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την περίοδο 1600 - 1200 π.Χ. και εξαφανίστηκε στα 1050 π.Χ. Υπήρξε σπουδαίο κέντρο εξαγωγής χαλκού και είχε μεγάλες εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο, όπου έκανε εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων χαλκού.
Οι Αλάσιοι υπήρξαν λαός της ανατολικής Μεσογείου κατά την Εποχή του Χαλκού. Η τοποθεσία της επικράτειάς τους δεν είναι εξακριβωμένη, αλλά εκτιμάται πως απλωνόταν σε ένα τμήμα της Κύπρου κοντά στην σημερινή Αμμόχωστο πριν και κατά την άφιξη των πρώτων ελληνικών φύλων στην νήσο.
Θεωρείται ότι αυτοί ήταν οι ιδρυτές της Έγκωμης, σπουδαίου εξαγωγέα χαλκού προς την Αίγυπτο και της Εγγύς Ανατολή - με αυτήν την ιδιότητα πρωτοεμφανίζονται σε ένα αρχείο της πόλης Μάριδας (Mari) της δυτικής Μεσοποταμίας που χρονολογείται περί το 1800 π.Χ.
Διάφορες πληροφορίες ανευρίσκονται στα κείμενα που ανακαλύφθηκαν στη Χαττούσα, χαραγμένα πάνω σε πλίνθους με σφηνοειδή γραφή. Σε αυτά καταγράφεται ότι περί το 1430 π.Χ. οι Αλάσιοι νικήθηκαν από τους Ahhiyawa και ότι ο Madduwatta βρήκε καταφύγιο στους Χετταίους.
Σε ένα κείμενο που χρονολογείται περί το 1400 π.Χ. οι Αλάσιοι έχουν ανακτήσει τον έλεγχο της χώρα τους και χαρακτηρίζονται ως ανήκοντες στη Χετταϊκή σφαίρα επιρροής.
Σε μεταγενέστερο κείμενο διασώζεται μια ναυμαχία του 13ου αι. π.Χ. μεταξύ Χετταϊκού και Αλάσιου στόλου, η οποία κατέληξε σε ήττα του δεύτερου.
Αναφορές στην Αλάσια εντοπίζονται επίσης σε πολλά κείμενα από την Αγύρτιδα (Ugarit) («Ουγκαριτικά κείμενα»). Σε δύο από αυτά, ο βασιλέας της Ουγκαρίτ γράφει προς τον Αλάσιο ομόλογό του για τις πειρατικές επιδρομές που υφίσταται το κράτος του και τον παρακαλεί να τον ειδοποιήσει, εάν δει ξένα πλοία να περνούν απ' τα νερά του. Ένα άλλο περιέχει την ιστορία δύο Χουρρίων πριγκίπων (από την Καρχέμιδα του Ευφράτη) που αμάρτησαν και για να συγχωρηθούν, ταξίδευσαν με τη μητέρα τους στην Αλασγία. Εκεί ορκίσθηκαν στο ναό της Ιστάρ, πράγμα που ενδέχεται να παραπέμπει σε συστηματικές τελετές εξαγνισμού.
Σε αιγυπτιακές πηγές, γίνονται αναφορές στην Αλασία κατά την εποχή του Τούθμωσιος Γ' σε συσχετισμό με πόλεις της περιοχής του Χάλπα (Halpa/Aleppi) και του Ευφράτη.
Επίσης οι «Επιστολές της El-Amarna» περιέχουν αλληλογραφία μεταξύ ενός Φαραώ (πιθανά του Ακενατόν) και του Αλάσιου βασιλέα. Στην επιστολή αυτή ο δεύτερος παραπονείται ότι Λύκιοι επιδράμουν στη χώρα του κάθε χρόνο και απολογείται για τη μικρή ποσότητα χαλκού που δωρίζει, ζητά δε από τους Αιγυπτίους να του στείλουν ως ανταπόδοση άργυρο, έλειο και βοοειδή.
Εξετάζοντας τις πλάκες της αλληλογραφίας βάσει πετρογραφικών και χημικών μεθόδων, σύγχρονοι επιστήμονες ενίσχυσαν την ταύτιση της Αλασγίας με την Κύπρο, αφού ανακάλυψαν ότι είναι κατασκευασμένες από πετρώματα του όρους Τρώοδου.
Το "Χρονικό του Wenamun" διηγείται την ιστορία Αιγύπτιου ιερέα που μετέβη στη Φοινίκη για να φορτώσει ξυλεία, αλλά διάφορα προβλήματα τον οδήγησαν στην Αλασία. Οι εντόπιοι όρμησαν να τον σκοτώσουν. Τελικά οδηγήθηκε ενώπιον της βασίλισσας Χατίμπα. Χρειάσθηκε διερμηνέας, επομένως οι Αλασγοί δε μιλούσαν κάποια από τις γλώσσες που γνώριζε ο Βεναμούν.
Αυτή η ιστορία τοποθετείται περί το 1085
π.Χ. και είναι το τελευταίο κείμενο που αναφέρεται στην Αλασία. Θεωρείται ότι
σε αυτήν την περίοδο ο πολιτισμός τους σταμάτησε να υφίσταται εξ' αιτίας ενός
συνδυασμού παραγόντων όπως:
·
Φυσικές καταστροφές,
·
Επιδρομές από Λαούς της Θάλασσας,
· Εποικισμός από πρόσφυγες της Παλαιστίνης καθ'όσον αυτή λεηλατούνταν από τους λαούς της θάλασσας,
· Εισβολή των Αχαιών.